- άπληκτρο
- (aplectrum). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ορχεϊδών, με μοναδικό είδος το α. το χειμερινό,πολυετή πόα, με ένα μόνο οξύληκτο πράσινο φύλλο μήκους 5-15 εκ., που διατηρείται και τον χειμώνα. Τα άνθη του είναι πρασινωπά, στενά, σχετικά μεγάλα, με ομοιόμορφα σέπαλα και πέταλα.
Dictionary of Greek. 2013.